- συγχαρητήριος
- -α, -ομέσο με το οποίο συγχαίρουμε κάποιον: Του έστειλα συγχαρητήριο τηλεγράφημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγχαρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά τού άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που τού… … Dictionary of Greek
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
συγχαρητήρια — τα, Ν βλ. συγχαρητήριος … Dictionary of Greek
συγχαριστικός — ή, όν, Μ συγχαρητήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχαίρω + κατάλ. ιστικός (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
συγχαρτικός — και συγχαρητικός και συγχαριτικός, ή, όν, Α [συγχαίρω] συγχαρητήριος … Dictionary of Greek